- κρεμβαλιάζω
- κρεμβαλιάζω (Α) [κρέμβαλον]κρατώ τον ρυθμό κρούοντας τα κρέμβαλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεμβαλιάζουσι — κρεμβαλιάζω mark time with castanets pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κρεμβαλιάζω mark time with castanets pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμβαλιάζειν — κρεμβαλιάζω mark time with castanets pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραμβαλίζω — (Α) (Ησύχ.) «καπυρίζω», ασωτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραμβαλέος «ξηρός, καβουρντισμένος». Η σημ. «ασωτεύω» προήλθε μάλλον από σύγχυση προς το κρεμβαλιάζω «χορεύω στον ήχο τών κροτάλλων»] … Dictionary of Greek
κραμβαλιαστύς — κραμβαλιαστύς, ύος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) δυνατό γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραμβαλίζω «ασωτεύω» κατά τα παρ. τών ρ. σε ιάζω + κατάλ. τύς (πρβλ. ασπασ τύς, γελαστ τύς), πιθ. κατ επίδραση τού κρεμβαλιαστύς «χορός στον ήχο τών κροτάλων» <… … Dictionary of Greek
κρεμβαλιαστύς — κρεμβαλιαστύς, ύος, ἡ (Α) η τήρηση τού χρόνου κατά την όρχηση με κρούση τών κροτάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κρεμβαλιάζω] … Dictionary of Greek